- προεισόδιον
- προεισ-όδιον, τό,A introduction, prelude, Hld.8.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεισόδιον — introduction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισοδίων — προεισόδιον introduction neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισόδια — προεισόδιον introduction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς … Dictionary of Greek